Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2023

Να νοσταλγώ τα βράδια στο Παλέ



Στριμωγμένοι σαν σαρδέλες στα στριφογυριστά σκαλιά του, ώρες ολόκληρες πριν το παιχνίδι κι όμως χρειαζόμασταν 10 λεπτά για το κάθε σκαλί. Τα μέτρα ασφαλείας πήγαιναν περίπατο. Πως δε στραπατσαριστήκαμε σε κανένα κάγκελο ή δε φύγαμε από καμιά σκάλα, έτσι όπως ήμασταν, ένας Θεός το ξέρει! 

Κάθε λογής μούρη έβλεπες τότε σε αυτή την περίφημη σκάλα μέχρι να μπείς μέσα. Πουκάμισα, δερμάτινα, σκισμένα τζιν, φλάι, κονκάρδες, ροκάδες, σκυλάδες, μεταλλάδες, ροκαμπιλάδες, ποζεράδες, όλους τους ένωνε ο μπασκετικός ΠΑΟΚ τότε. Μέρα πήγαινες, μεσάνυχτα έφευγες. Όταν κατάφερνες επιτέλους να φτάσεις πάνω, ο έλεγχος. Αναπτήρες, κέρματα στα μάζευαν (σε ένα χαρτόκουτο Νουνού θυμάμαι, το οποίο στο τέλος με αυτά που είχε μέσα άξιζε μια περιουσία), γιατί τότε λεφτά υπήρχαν, οι τιμωρίες ήταν της πλάκας και τα πετούσες μέσα με την πρώτη αφορμή. 

Το 20άρικο με τον Περικλή, το 50άρικο με τον Όμηρο και το 100άρικο πιο μετά με τον Μεγαλέξανδρο έκαναν δουλίτσα γιατί ήταν μπαμπάτσικα, όχι σαν τα σημερινά τα τσίγκινα. Εκτός από τα κλασικά με τα κέρματα και τους bic τους αναπτήρες, έχω δεί να πέφτει μέσα Zippo και μετέπειτα μέχρι και κινητό Erickson, εκείνο με το πορτάκι και την κεραία αυτοκινήτου και έχω την εντύπωση ότι το είχε πετάξει μέσα ο Λευτέρης ο Υπάρχω. 

Μόλις, λοιπόν, περνούσες την είσοδο έφτανες στον τελικό στόχο! Αν τα κατάφερνες δηλαδή, γιατί υπήρχαν και κάποιοι, όπως ο τότε 16χρονος φίλος μου Κυριάκος, που στους τελικούς με τον Παναθηναϊκό το 1998, άκουσε από το όργανο στον έλεγχο την ατάκα "συλλαμβάνεσαι" με τη σοβαρότατη κατηγορία ότι έκρυψε τα κέρματα, που ήθελε να κρατήσει ο κακομοίρης για το αστικό, στις μπότες του και κατά τον έλεγχο τον έπιασαν στα πράσα, τον πήγαν αυτόφωρο και όχι μόνο τελικό δεν είδε, αλλά πέρασε και τη νύχτα στο κρατητήριο! Αφού, λοιπόν, περνούσες όλον αυτόν τον κυκεώνα των δοκιμασιών (και λίγο πριν περάσεις και τις βρωμερές τουαλέτες) ανοιγόταν μπροστά σου ο παράδεισος! 


Δε ξέρω αν θυμάστε την ταινία Finding Neverland με τον Τζόνι Ντεπ που, όντας ο συγγραφέας του Πήτερ Παν, βρίσκει στο τέλος τη Χώρα του Ποτέ και αυτό που αντικρίζει όταν ανοίγει τις κουρτίνες είναι κάτι μαγευτικό, ε κάπως έτσι ένιωθες όταν έμπαινες στο Παλέ. Τουλάχιστον εγώ, όταν σαν παιδάκι μπήκα για πρώτη φορά μέσα το μακρινό (και βρώμικο) '89 στον αγώνα ΠΑΟΚ-Απόλλων Πατρών 111-61 (είναι ο αγώνας που σας έλεγα πρόσφατα στη σελίδα, ότι δεν υπάρχουν τέτοια σκορ πλέον και πήγαν οι δικοί μας και κέρδισαν τον Απόλλωνα με παρόμοιο σκορ!). 

Μπαίνεις, λοιπόν, και ένας άλλος κόσμος ανοίγεται μπροστά σου. Τα μεγάλα και δυνατά φώτα που τότε ήταν κρεμασμένα από την οροφή, μια οροφή με αυτό τον απίστευτα επιβλητικό θόλο, που χάζευα τότε σαν παιδάκι, με το ίδιο δέος που σαν μεγάλος χάζευα πριν κάποια χρόνια τον θόλο του Αγίου Πέτρου και της Αγιά Σοφιάς σε Ρώμη και Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα. Ένα συναίσθημα, που προσωπικά με ακολουθούσε μέχρι το τελευταίο μας παιχνίδι το 2000 πριν μετακομίσουμε στο νέο μας γήπεδο. Άλλες δύο φορές πήγα από τότε στο Παλέ. Η μία ήταν στον αγώνα των Παλαιμάχων το 2012 και η άλλη όταν τυχαία περνούσα απέξω και τρύπωσα στο ημίχρονο ενός αγώνα του Άρη με το Λαύριο, όπου ο Μακφάντεν τους έκανε ότι ήθελε και έχασαν με καμιά 15αριά πόντους. 

Δε ξέρω αν μεγάλωσα εγώ ή αν άλλαξε το Παλέ, δε ξέρω αν έφταιγε το γεγονός ότι δεν ήταν πλέον "δικό μας", αλλά το συναίσθημα εκείνο δεν υπήρχε πλέον. Δεν υπήρχε το βοηθητικό γηπεδάκι πίσω από την κουρτίνα, εκεί που μαζευόμασταν ώρες πριν για να δούμε τους ήρωες μας να βγαίνουν για κανένα σουτάκι, πολύ πριν ακόμα κι από το ζέσταμα του αγώνα. Δεν υπήρχε ο "Στρακαστρούκας" με το κολλημένο δάνειο τρίχας και το "σποράκι, πατατάκι παιδιά!". Δεν υπήρχε η οπαδική τρέλα της εποχής, η αγνή, γλυκιά καφρίλα και η ευρηματικότητα της στιγμής "να την πείς" στους απέναντι. Γιατι πλέον δεν υπήρχαν πια "απέναντι", γιατί αν υπάρξουν μπορεί να έχουμε και νεκρούς. Και το βασικό και κυριότερο, δεν υπήρχε η μεγάλη ομάδα των 90's. Μετακόμισε κι αυτή μαζί με το γήπεδο, κατά έναν παράξενο και μεταφυσικό τρόπο εις τόπον χλοερό και αναπαύσεως, εδώ και 23 ολόκληρα χρόνια. Από τότε, δηλαδή, που αφήσαμε το Παλέ. 


Όχι, δε πιστεύω σε χαζές δεισιδαιμονίες, ούτε φταίει ότι το Παλατάκι της Πυλαίας είναι μακριά ή ότι έχει κίτρινα κάγκελα στην οροφή. Η αφραγκία μας φταίει και το γεγονός ότι όταν το φτιάξαμε πέρασαν από την ομάδα ένα σωρό λαμόγια που βούλιαξαν ακόμα περισσότερο τον σύλλογο και ούσα η μοναδική ελληνική ομάδα μέχρι στιγμής με ιδιόκτητο γήπεδο, δεν έχει καταφέρει ακόμα να εκμεταλλευτεί εμπορικά και αγωνιστικά αυτή τη δυναμική. 

Ας επιστρέψουμε όμως στο αγαπημένο μας Αλεξάνδρειο, το λατρεμένο μας Παλέ ντε Σπορ. Το επί πολλά χρόνια (19 για την ακρίβεια) μεγαλύτερο κλειστό γήπεδο μπάσκετ της χώρας μέχρι την κατασκευή του ΣΕΦ (1966 το Παλέ, 1985 το ΣΕΦ). Ο καθένας από εσάς σίγουρα θα έχει να πεί κι από μια ιστορία με το Παλέ στα παιδιά του. Και τι δεν έχουμε ζήσει εκεί μέσα. Δε θα πάω σε εποχές που οι παλιοί έβλεπαν 2 αγώνες με ένα εισιτήριο, όταν δεν είχε καρεκλάκια και η χωρητικότητα του ήταν μεγαλύτερη. 

Θα πάω στον πρώτο τελικό κυπέλλου της ιστορίας μας, το 1982 με τον Παναθηναϊκό, όπου μετά την περιβόητη σφαγή του Αλιφραγκή και την ήττα στην εκπνοή, οι μαρτυρίες λένε ότι έπεσαν στον αγωνιστικό χώρο τα περισσότερα αντικείμενα που έχουν πεταχτεί ποτέ σε αγώνα μπάσκετ, με την απονομή φυσικά να μη γίνεται ποτέ. Θα πάω στον θρυλικό τελικό των ξυρισμένων κεφαλιών και μετά τη γιγάντωση του αθλήματος και των ομάδων μας, να βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας, στο κέντρο της πόλης, ένα από τα μεγαλύτερα ντέρμπι τότε της Ευρώπης. Γιατί τέτοιο ήταν τότε το ΠΑΟΚ-Άρης. Όχι μόνο στα μάτια τα δικά μας, όχι μόνο όλης της Ελλάδας που χωριζόταν στα δύο και υποστήριζε τις δύο ομάδες, αλλά στην κυριολεξία όλης της Ευρώπης που έστελνε ανταποκριτές στη Θεσσαλονίκη για να καλύψουν δημοσιογραφικά το παιχνίδι. 


Έχω δεί τον μεγάλο ευρωπαίο ΠΑΟΚ σε απίστευτες πορείες, τον έχω δεί από το 1988 έως το 1994 να έχει μόλις μία ήττα σε αυτό το γήπεδο στην Ευρώπη, τον έχω δεί να ισοπεδώνει τη Σκαβολίνι και τη Ζαλγκίρις, να περνάει σε ευρωπαϊκούς τελικούς και φάιναλ-4 διαλύοντας την Ολύμπια και την Ορτέζ, να νικάει τη Ρεάλ, τη Μακάμπι, την ΤΣΣΚΑ και όλα τα μεγαθήρια της Ευρώπης, που παραμένουν ισχυρά μέχρι σήμερα. Έχω δεί σε αυτό το γήπεδο μπροστά μου τον Σκάιλς να βάζει καλάθι και στη συνέχεια να πηγαίνει στον πάγκο και να παίρνει το πινακάκι δίνοντας οδηγίες σαν προπονητής. Έχω δεί τον Κλιφ να έρχεται από τη μεγαλύτερη ομάδα όλων των εποχών στην ομάδα μου, σαν συμπαίκτης του Τζόρνταν και με φρέσκο το δαχτυλίδι του πρωταθλητή ΝΒΑ στο δαχτυλό του. 

Έχω δεί τον Πέτζα να σηκώνεται στο ένα μέτρο από μένα για τρίποντο και λίγο καιρό μετά να ξεκινάει τη μεγάλη του πορεία στο ΝΒΑ. Έχω δεί τους δικούς μας Μπάνε, Κόρφα, Μπάρλοου, Σάβιτς, Μπέρι να διδάσκουν μπάσκετ σε όλη την Ευρώπη. Έχω δεί μια τρομερή γενιά παγκόσμιων πρωταθλητών στην ομάδα μου (Ρεντζιά, Γιαννούλη), τρομερούς ρολίστες όπως ο Μπουντούρης, ο Παπαχρόνης, ο Μακαράς, ο Μπαλογιάννης, ο Μαματζιόλας και ο Νικολαϊδης, που κάποια στιγμή έγιναν πρωταγωνιστές. Έχω χειροκροτήσει τον Μπάνε με κίτρινη φανέλα και τον Τζον με πράσινη. Έχω τραγουδήσει το πιο καλτ σύνθημα για τον πιο καλτ παίκτη όλων των εποχών (ένας είναι ο Αληταράς!) 

Έχω δεί τύπο δίπλα μου την ώρα της προθέρμανσης να κατουράει σε πλαστικό ποτηράκι και μετά να το πετάει στον Τόμιτς. Έχω δεί άλλον να ξεβιδώνει λάμπα από τις τουαλέτες και να την πετάει στον Βούκτσεβιτς πίσω στο βοηθητικό. Έχω δεί τον δικό μας Μάτζικ και ξένους απίστευτης ποιότητας και εμβέλειας, όπως ο Ραντ, ο Πέτγουεϊ, ο Τζόουνς, ο Μουστάφ, ο Μπούλαρντ, ο Γκάρετ, ο Φάντερμπεργκ, ο Μπόνερ, ο Κολντεμπέλα, ο Μακρέι, ο Μοράλες, ο Σάκλεφορντ, ο Έντουαρντς και ο Αλεξάντερ. Έχω δεί...κι έχω κλάψει, έχω πέσει (κι εγώ) 10 διαζώματα κάτω σε πανηγυρισμούς, έχω βρίσει, έχω πονέσει, έχω τραγουδήσει, έχω φουσκώσει από περηφάνια. 


Έχω δεί όμως το Παλέ κι από την άλλη πλευρά. Αυτή μέσα από το παρκέ. Αυτή που στην κυριολεξία σε καταπίνει, που οι κερκίδες του πέφτουν και σε πλακώνουν. Πόσο μάλλον όταν είσαι παιδάκι, που μόλις έχει ξεκινήσει να παίζει μπάσκετ. 17 Δεκεμβρίου 1992. ΠΑΟΚ-Μπανταλόνα, όμιλοι Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Δύο μήνες ακριβώς πριν είχα κλείσει τα 10 μου χρόνια, μνήμες από τον μπασκετικό ΠΑΟΚ έχω από τα 6 μου με Μάικ Τζόουνς κτλ. Όλη η χώρα τότε έβλεπε και έπαιζε μπάσκετ. Και όλα τα παιδάκια που υποστήριζαν τον ΠΑΟΚ ήθελαν να γίνουν σαν τον Μπάνε και τον Κόρφα. 

Η είδηση από τα χείλη του εφόρου των ακαδημιών Μιχάλη Ανδρεάδη ότι επρόκειτο να ανοίξουμε αυτόν τον σπουδαίο αγώνα ήχησε μαγικά στα αυτιά μας. Σα να λες σε ένα σημερινό παιδί ότι θα πάει στη DisneyLand ένα πράμα. Εμείς τότε τι θέλαμε, στις αλάνες όλη μέρα να παίζουμε, ένα SEGA για το σπίτι και να κερδίζει ο ΠΑΟΚ, τίποτα άλλο. Πόσο μάλλον όταν θα παίζαμε πριν τα ινδάλματα μας. 

Η ώρα πλησίαζε, λοιπόν, έχουμε πάρει ήδη θέσεις στα αποδυτήρια για να ετοιμαστούμε, όταν ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Ίβκοβιτς! 

 -Μην έκετε άνκος μπρε, μπείτε μέσα και καρείτε παιχνίντι! 

Κόκκαλο φυσικά εμείς, τι μας λες ρε Ίβκοβιτς τώρα, ποιο παιχνίδι να χαρούμε, εδώ τρέμουν χέρια, πόδια, ότι υπάρχει πάνω μας τελοσπάντων! Να μη σας τα πολυλογώ, η ελπίδα ότι "τουλάχιστον θα παίξουμε 2 ώρες πριν αρχίσει το παιχνίδι και το γήπεδο δε θα έχει και τόσο πολύ κόσμο" πήγε στράφι, γιατί μόλις βγήκαμε αντικρίσαμε μια απίστευτη λαοθάλασσα που δεν είναι οι 4-5 χιλιάδες που λένε τώρα το Παλέ κατάμεστο κτλ, αλλά τότε, δε ξέρω αν το παρατηρείτε κι από τα βίντεο της εποχής, σε αυτά τα ματς, το γήπεδο παίζει να είχε μέσα καμιά 7.000 κόσμου. 

Στην κυριολεξία ο ένας πάνω στον άλλον, ούτε υποψία παραμικρής απόστασης από τον διπλανό σου, κενό διάζωμα σε σκαλιά και διαδρόμους ούτε για πλάκα, ενώ η αίσθηση όταν βγήκαμε στο παρκέ ήταν ότι όλο αυτό που βρισκόταν πάνω από το κεφάλι μας θα μας καταπιεί! Από το τρακ μου θυμάμαι πάτησα μια μπάλα στο ζέσταμα και σαβουρντίστηκα, στον αγώνα έκανα και ένα σούτ από τη γωνία, χωρίς φυσικά να μπεί, ενώ το κλού της βραδιάς ήταν ότι μετά τον δικό μας αγώνα, κάτσαμε πίσω από τη μπασκέτα και είδαμε από κοντά την τρομερή νίκη επί της Μπανταλόνα, με τις 2 βολές του Κλιφ σε νεκρό σχεδόν χρόνο. 


Το Παλατάκι το γουστάρω πολύ. Είναι ένα σύγχρονο γήπεδο, με όλες τις ανέσεις που πρέπει να έχει ένα γήπεδο της εποχής μας. Και το γουστάρω και σαν γήπεδο, με τις κερκίδες του και την ακουστική του, αλλά και στο σημείο που βρίσκεται. Παρόλα αυτά και τι δε θα 'δινα να ξαναέβλεπα τον ΠΑΟΚ έστω για έναν αγώνα γηπεδούχο στο Παλέ. Να στριμωχτώ στα στριφογυριστά σκαλιά του, να κρυφοκοιτάξω από την κουρτινούλα του στο βοηθητικό, να αγοράσω σπόρια από τον "Στρακαστρούκα", να απαντήσω στο σύνθημα των απέναντι.

"Κι αν περάσαν χρόνια και μου 'μεινε μια εικόνα, να νοσταλγώ τα βράδια στο Παλέ..."

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου